μελανόχλωρος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A = μελάγχλωρος, Procl.Par.Ptol.204.

German (Pape)

[Seite 120] schwärzlich blaß, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόχλωρος: -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204.

Greek Monolingual

μελανόχλωρος, -ον (Α)
βλ.μελάγχλωρος.