μειρακοειδής
Greek (Liddell-Scott)
μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
Greek Monolingual
μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.
μειρακοειδής: -ές, ὅμοιος μειρακίῳ, Καισάριος 1073.
μειρακοειδής, -ές (Α) μείραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδική ηλικία.