μειότερος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

German (Pape)

[Seite 116] poet. = μείων, kleiner, Diosc. 17 (VII, 411), u. einzeln bei a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek Monolingual

μειότερος, -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)
βλ. μείων.