μελισσοκομία

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
εκτροφή μελισσών με σκοπό την παραγωγή άφθονου και εκλεκτού μελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντόπουλου].