μεσεγγύωμα

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.

German (Pape)

[Seite 137] τό, s. μεσεγγύημα.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγύωμα: τό, = μεσεγγύημα, Ἰσοκρ. 235G Bekk.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. μεσεγγύημα.

Greek Monolingual

μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.