μεσεντέριος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α. -ο
1. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που σχετίζεται με το μεσεντέριο («μεσεντέριες αρτηρίες»)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσεντέριο.