μερόεν

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

μεριστικόν, Hsch.

Greek Monolingual

μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].