τὴν μεμασημένην τροφήν, Hsch.; cf. μάσταξ.
μέστακα: (Αἰολικ.) «τὴν μεμασημένην τροφὴν» Ἡσύχ.
μέστακα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τὴν μεμασημένην τροφήν».