μεταπιπράσκω

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

   A sell after or again, Phryn.PSp.88 B.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πιπράσκω), nachher oder wieder verlaufen, Schol. Ar. Nubb. 1199; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπιπράσκω: πωλῶ μετὰ ταῦτα ἢ ἐκ νέου, Α. Β. 51.

Greek Monolingual

μεταπιπράσκω (Α)
πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πιπράσκω «πουλώ»].