μεταδότης

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who imparts generously, παντός Phld.Oec.p.53 J. (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις μεταδίδω
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι
2. αυτός που μεταδίδει ή διά του οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι
3. μεταδοτήρας
αρχ.
αυτός που δίνει κάτι με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος.