μετασεισμός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
συν. στον πληθ. οι μετασεισμοί
οι ολοένα και ασθενέστερες σεισμικές δονήσεις που ακολουθούν τον κύριο σεισμό.