μηνιαστής: ὁ, (μηνιάω), = ὁ ἐπίμονον ἔχων τὴν ὀργήν, Δίδ. Ἀλ. 1168Α, Ἀναστ. Σιν. 733C, 757C, Μάξ. Ὁμολ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 90, σ. 937.
μηνιαστής, ὁ (ΑΜ) μηνιάζωαυτός που συνηθίζει να οργίζεται έντονα.