μετασπείρω
Greek (Liddell-Scott)
μετασπείρω: «ξανασπείρω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 366, 9, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
μετασπείρω (Μ)
σπέρνω εκ νέου, ξανασπέρνω.
μετασπείρω: «ξανασπείρω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 366, 9, ἔκδ. Λ.
μετασπείρω (Μ)
σπέρνω εκ νέου, ξανασπέρνω.