μητρότητα

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητρότης, -ητος)
1. η ιδιότητα της μητέρας, το να είναι μια γυναίκα μητέρα
2. η σχέση της μητέρας με το παιδί της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -τεκνος].