η (ΑΜ μητρότης, -ητος)1. η ιδιότητα της μητέρας, το να είναι μια γυναίκα μητέρα2. η σχέση της μητέρας με το παιδί της.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -τεκνος].