μιαρολιθικός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό- φρ. «μιαρολιθική υφή»
(πετρογρ.) γεωλογικός όρος που περιγράφει γρανίτες χαρακτηριζόμενους από μικρές κοιλότητες οι οποίες έχουν σχηματιστεί μεταξύ τών κόκκων τών ορυκτών.