μίξιμος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A alloyed, Id. s.v. ὑπόχαλκον.

Greek (Liddell-Scott)

μίξιμος: -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

μίξιμος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -ιμος].