μολιβουργός

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ,

   A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.

German (Pape)

[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβουργός: -όν, = μολυβδουργός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251.

Greek Monolingual

μολιβουργός, ὁ (Α)
βλ. μολυβουργός.