μικραίτιος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.

German (Pape)

[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.

Greek Monolingual

μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.