μισοστρατιώτης

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A the soldier's enemy, Poll.1.179.

German (Pape)

[Seite 192] ὁ, Soldatenfeind, Poll. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοστρᾰτιώτης: -ου, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς στρατιώτας, ἀντίθετ. τῷ φιλοστρατιώτης, Πολυδ. Α΄, 179.

Greek Monolingual

μισοστρατιώτης, ὁ (Α) αυτός που μισεί τους στρατιώτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + στρατιώτης.