μορφίνη

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(φαρμ.) το κύριο αλκαλοειδές του οπίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό και ως παυσίπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. morphine < Μορφεύς «θεός του ύπνου». Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Μακκά].