μωμηλός

Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ή, όν,

   A blameworthy, Hdn.Epim.88.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswerth, Hdn. Epimer.

Greek (Liddell-Scott)

μωμηλός: -ή, -όν, μεμπτός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88).

Greek Monolingual

μωμηλός, -ή, -όν (Α)
άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός, σφριγ-ηλός)].