Ναΐς

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

   A v. Ναϊάς.

Greek (Liddell-Scott)

Ναΐς: ἴδε Ναϊάς.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Naïade.
Étymologie: cf. Ναϊάς.

Greek Monolingual

(II)
Ναΐς και ιων. τ. Νηΐς, ἡ (Α)
η Ναϊάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω» + κατάλ. -ίς, πρβλ. Δανα-ΐς (βλ. και Ναϊάδα)].