[Seite 229] τό, Erstarrung, Betäubung (?).
νάρκημα: τό, νάρκησις, ἡ, νάρκη, νάρκωσις, Γαλην.
νάρκημα, τὸ (Α) ναρκώ1. νάρκωση2. νάρκη.