α, ον, Dor. for μοῦνος, μόνος.
[Seite 226] dor. = μοῦνος, μόνος.
μῶνος: -α, -ον, Δωρ. ἀντὶ μοῦνος, μόνος.
μῶνος, -α, -ον (Α)(δωρ. τ.) βλ. μόνος.