νεκροφανής

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έπαθε νεκροφάνεια, ο φαινομενικά νεκρός.
επίρρ...
νεκροφανώςνεκροφανῶς)
σαν νεκρός, με τρόπο ώστε να φαίνεται κανείς νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φανής (< θ. φαν- πρβλ. -φάν-ην, αορ. β' του φαίνω), πρβλ. μεσο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Κ. Ασώπιο].