μυλόπετρα

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ μυλόπετρα)
καθένας από τους δύο λίθινους δίσκους που χρησιμοποιούνται για την άλεση τών δημητριακών καρπών, αλλ. μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + πέτρα.