νέφωση

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α νέφωσις) (νεφούμαι]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση του ουρανού με σύννεφα
νεοελλ.
(μετεωρ.) το τμήμα της επιφάνειας του ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα.