νουθετεία

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Phld.Hom.p.12 O., Lib.p.31 O., Pl.(?)ap. Poll.9.139 (perh. to be read in E.HF1256 (pl.)) :—also νουθετ-ία, ἡ, Phryn. PSp.35 B.

Greek Monolingual

νουθετεία, ἡ (Α)
νουθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετώ, κατά τα θηλ. σε -εία].