νυκτιδρόμος
English (LSJ)
ον,
A running by night, Orph.H.9.2, cf. Hymn. in Sammelb.4127 (Talmis).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιδρόμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς τρέχων, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτιδρόμος, -ον (Α)
βλ. νυκτοδρόμος.
ον,
A running by night, Orph.H.9.2, cf. Hymn. in Sammelb.4127 (Talmis).
νυκτιδρόμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς τρέχων, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.
νυκτιδρόμος, -ον (Α)
βλ. νυκτοδρόμος.