νυκτηγορῶ, -έω (Α)ανακοινώνω ή προτείνω κάτι κατά τη διάρκεια νυχτερινής συνάθροισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].