μυροβοστρυχόεις

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A with perfumed locks, Epic.Alex.Adesp.9 iii 9.

Greek Monolingual

μυροβοστρυχόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μυρωμένες, αρωματισμένες τις πλεξούδες τών μαλλιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβόστρυχος + κατάλ. -όεις].