ξενοφύλαξ

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, in pl.,

   A magistrates charged with the protection of foreigners, Rev.Et. Gr.42.35 (Chios).

Greek Monolingual

ξενοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ξενοφύλακες
άρχοντες που επιμελούνταν την προστασία τών ξένων:
[ΕΤΥΜΟΛ. <.ξένος + -φύλαξ.