μπάλος

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. χοροεσπερίδα
2. χορός τών Κυκλάδων που χορεύεται από δύο άτομα, έναν άνδρα και μία γυναίκα, αντικρυστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ballo «χορός» < λατ. ballo, -āre «χορεύω»].