μυριόβοιος

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.

Greek Monolingual

μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό-βοιος, πρωτό-βοιος].