μυοσκλήρωση

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μυοσκλήρυνση, η
ιατρ. η παθολογική σκλήρυνση ενός μυός, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό του συνδετικού ιστού που συμβάλλει στη σύστασή του.