μύωμα

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ιατρ. συν. στον πληθ. τα μυώματα
καλοήθεις μικροί όγκοι που σχηματίζονται από τον ιστό του δέρματος σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας και οι οποίοι μερικές φορές εξαλλάσσονται σε κακοήθεις μορφές (λειομυοσαρκώματα και ραβδομυοσαρκώματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. myoma < μυς «μυς σώματος». Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Δ. Πετρίδη].