μυόβρωτος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μυόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.

Greek Monolingual

μυόβρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό-βρωτος].