άδος, ἡ,
A = μυχός, Lyr.Adesp.Oxy.15ii4.
μυχάς, ἡ (Α)ο μυχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μυρτ-άς)].