μυρτωτή

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ, a kind of vase

   A patterned with myrtle-sprays, AJA31.349.

Greek Monolingual

μυρτωτή, ἡ (Α)
είδος αγγείου διακοσμημένου με ανάγλυφους ή ζωγραφισμένους βλαστούς μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. μυρτ-ωτός (< μύρτος), πρβλ. κηρωτή].