μυχμός

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ὁ, (μύζω A)

   A = μυγμός, moaning, groaning, Od.24.416.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Geseufz, Gestöhn, ἐφοίτων μυχμῷ τε στοναχῇ τε, Od. 24, 416.

Greek (Liddell-Scott)

μυχμός: ὁ, (μύζω) = μυγμός, στόνος, στεναγμός, Ὀδ. Ω. 416.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure.
Étymologie: μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω): moaning, Od. 24.416†.

Greek Monolingual

μυχμός, ὁ (Α)
αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ' Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός.