νεκροειδής

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 237] ές, todtenähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.

Greek Monolingual

-ές (Α νεκροειδής, -ές)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που είναι όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ειδής].