νευροτενής

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές,

   A stretched by sinews, παγὶς ν. a snare of gut, AP6.109 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

νευροτενής: -ές, ὁ διὰ νεύρων τεντωμένος, παγὶς νευροτενής, ἐκ χορδῶν παρεσκευασμένη, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu au moyen de cordes.
Étymologie: νεῦρον, τείνω.

Greek Monolingual

νευροτενής, -ές (Α)
ο τεντωμένος ή ο κατασκευασμένος με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή» + -τενής (< τένος < τείνω), πρβλ. σχοινο-τενής, ταυρο-τενής].