νευροστρόφος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ,

   A tightener of the strings of a musical instrument, Porph.Gaur.12.1.

Greek Monolingual

νευροστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω-στρόφος, χορδο-στρόφος.