νευρώνας
Greek Monolingual
ο
βιολ. διαφοροποιημένο νευρικό κύτταρο τών σπονδυλοζώων και τών ανώτερων ασπόνδυλων που αποτελείται από το κυτταρικό σώμα και τις αποφυάδες του, δηλ. τον νευράξονα και τους δενδρίτες, και το οποίο αποτελεί τη λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuron < νεῦρον + κατάλ. -ώνας].