νεράκι

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
υποκορ.
1. νερό
2. φρ. α) «ξέρει το μάθημα νεράκι» — ξέρει το μάθημα πολύ καλά
β) «είπαμε το νερό νεράκι» — διψάσαμε πολύ.