[ᾰ], ου, ὁ, poet. for ναυβάτης, AP7.668 (Leon.).
νηοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ναυβάτης, Ἀνθ. Π. 7. 668.
νηοβάτης, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) βλ. ναυβάτης.