νῆτρον

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό, (νέω B)

   A spindle, Suid.

German (Pape)

[Seite 254] τό, die Spindel, von νέω, spinnen, Suid. erkl. κλωστήριον.

Greek (Liddell-Scott)

νῆτρον: τό, (νέω Δ) ἄτρακτος, «τὸ κλωστήριον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

νῆτρον, τὸ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κλωστήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + επίθημα -τρον (πρβλ. μάκ-τρον, νίπ-τρον)].