νικοδέσποτος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Greek (Liddell-Scott)

νικοδέσποτος: ὁ θεός, ὁ τῆς νίκης δεσπότης, Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

νικοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + δεσπότης (πρβλ. φιλο-δέσποτος)].