νικοσύνθετος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

νικοσύνθετος: -ον, ὁ ἐκ νικῶν συγκείμενος, μὴ φθόνει τὸν οἰκέτην κροτοῦσα τὰς σὰς νικοσυνθέτους μάχας Θεόδ. Διάκ. 1, 266.

Greek Monolingual

νικοσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που αποτελείται από νίκες («τὰς σὰς νικοσυνθέτους μάχας», Θεοδόσ. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + σύνθετος.