ἡ, Ion. for νόσος.
νοῦσος: Ἰων. ἀντὶ νόσος.
ion. c. νόσος.
sickness, illness, disease.
νοῡσος v. νόσος.
νοῡσος, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νόσος.